- σάν-φασόν
- επίρρ. без церемоний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαν-φασόν — Ν επίρρ. χωρίς αυστηρή τήρηση τών εθιμικών τύπων και κανόνων, άτυπα, πρόχειρα, αφελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sans facon «χωρίς τρόπους, χωρίς επιτήδευση»] … Dictionary of Greek
σανφασονισμός — ο, Ν συμπεριφορά που αγνοεί τους εθιμικούς τύπους και κανόνες, αφελής συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαν φασόν + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek